- υδραυλικός
- -ή, -ό / ὑδραυλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός»)νεοελλ.1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» — σύστημα σωληνώσεων και υποδοχέων εγκατεστημένο σε κτήριο, για τη διανομή και χρήση πόσιμου νερού και την αποχέτευση υδατικών λυμάτων)2. συνεκδ. ο ανθεκτικός στην επίδραση τού νερού («υδραυλικό κονίαμα» — κονίαμα που παράγεται από το πυριτικό άλας τού ασβεστίου και τού οποίου η πήξη γίνεται μέσα σε νερό)3. το αρσ. ως ουσ. ο υδραυλικόςτεχνίτης ειδικευμένος σε εργασίες σχετικές με την κατασκευή ή την επισκευή εγκαταστάσεων διοχέτευσης και χρήσης τού νερού4. το θηλ. ως ουσ. η υδραυλικήεπιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τις πρακτικές εφαρμογές τών κινούμενων ρευστών, ιδίως τών υγρών, συνδέεται με τη μηχανική τών ρευστών, η οποία και παρέχει τη θεωρητική θεμελίωσή της, και έχει ως αντικείμενα αφ' ενός τη ροή τών υγρών σε αγωγούς, ποταμούς και διαύλους και, αφ' ετέρου τη συγκράτησή τους με φράγματα και δεξαμενές5. φρ. α) «υδραυλικός τροχός» — μηχανισμός που μετατρέπει σε μηχανική ενέργεια την κινητική ενέργεια τής πτώσης τού νερούβ) «υδραυλικό πιεστήριο»τεχνολ. μηχάνημα με το οποίο επιτυγχάνονται μεγάλες πιέσεις για τη σύνθλιψη ή την ελάττωση τού όγκου διαφόρων σωμάτωνγ) «υδραυλική ακτίνα» — η σχέση τού εμβαδού τής βρεχόμενης διατομής αγωγού νερού ή αυλακιού προς το μήκος τής περιμέτρου τηςδ) «υδραυλική αρχιτεκτονική»αρχιτ. τομέας τής αρχιτεκτονικής που αφορά τις κατασκευές μέσα στο νερόε) «υδραυλικές μηχανές»τεχνολ. μηχανές που μετατρέπουν την κινητική ενέργεια τής πτώσης μιας δέσμης ή τής ροής νερού σε μηχανική ενέργεια, όπως είναι ο υδραυλικός τροχός, ο υδροστρόβιλος, ο κοχλίας τού Αρχιμήδους κ.ά.στ) «υδραυλικά έργα» — τα τεχνικά έργα τα οποία αποτελούν πρακτικές εφαρμογές τής υδραυλικής και διακρίνονται σε έργα άρδευσης, ύδρευσης, αποστράγγισης και διευθέτησης ποταμών, σε έργα ποτάμιας ή λιμναίας συγκοινωνίας, όπως είναι οι διώρυγες και τα λιμάνια, σε έργα εκμετάλλευσης τής υδραυλικής δύναμης, όπως είναι τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια κ.ά.ζ) «υδραυλική δύναμη»φυσ. η ενέργεια που παράγεται από τις υδατοπτώσειςη) «υδραυλικό ισοδύναμο»γεωλ. η σχέση μεγέθους-πυκνότητας που διέπει την απόθεση τών τεμαχιδίων τών ορυκτών από τα ρέοντα ύδατααρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουσικό όργανο ύδραυλις2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδραυλικόν(ενν. ὄργανον) η ὕδραυλις.
Dictionary of Greek. 2013.